- ἱππηγούς
- ἱππηγόςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NAVIS — I. NAVIS cuius inventum suerit, diximus supra. Longam primus Iason exstruxisse dicitur, circa Pelium montem, et magnitudine et reliquô apparatu consuetum eô tempore modum excedentem, quod illius aetatis homines ratibus fere et parvis acatiis vehi … Hofmann J. Lexicon universale
ιππηγός — ἱππηγός, όν (Α) (για πλοία) αυτός που μεταφέρει ίππους, ο ιππαγωγός (« ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῡς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ηγός (< ἀγός < ἄγω), πρβλ. αρχ ηγός, στρατ ηγός. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ρυμουλκώ — ῥυμουλκῶ, έω, ΝΑ, και ρεμουλκώ Ν έλκω, τραβώ πλωτό ή τροχοφόρο όχημα που είναι δεμένο πίσω μου («τῶν μὲν ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῡς», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) μπορώ και κατευθύνω κάποιον όπως θέλω εγώ, τόν χρησιμοποιώ κατά τη … Dictionary of Greek